- καταγωγίς
- καταγωγίς, -ίδος, ἡ (Α)1. σχοινί με το οποίο τεντωνόταν ο καταπέλτης2. είδος γυναικείου ενδύματος («καὶ ἴδια δὲ γυναικῶν, ἐπωμίς... καταγωγίς, καὶ χιτών, πέπλος, καὶ τὰ ὅμοια», Πολυδ.)3. επίθ. τής Αρτέμιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. εξ-αγωγίς, περι-αγωγίς].
Dictionary of Greek. 2013.